ἀλθίσκον

ἀλθίσκον
ἀλθ-ίσκον, τό,
A = ἀλθαία, Ps.-Dsc.3.146.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αλθίσκον — ἀλθίσκον, το και ἀθλίσκος, ο (Α) μικρή αλθαία. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού ουσ. ἀλθαία* ο σχηματισμός τής λ. κατά το συνώνυμο ἰβίσκος*] …   Dictionary of Greek

  • ἀλθίσκον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”